-
1 χαος
I.1) хаос, первичное бесформенное состояние мира(πάντων πρώτιστα χ. γένετο Hes. etc.; τὸ περικείμενον χ. Luc.)
; перен. мрачная бездна(ἔρεβος καὴ χ. Plat.; ὄρφνη καὴ χ. Plut.)
2) бесконечное пространство Arph., Anth.II.2[стяж. к χάϊος] благородный, славныйχᾳοὴ οἱ ἐπάνωθεν Theocr. — славные люди прошлого
-
2 χάος
τό1) миф хаос; 2) хаос, беспорядок -
3 χάος
[хаос] ουσ. о. (μυ£) (μεταφ.) хаос.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > χάος
-
4 χάος
[хаос] ουσ ο (μυ£) (μεταφ) хаос. -
5 Ερεβος
1) подземное царство мрака, через которое тени усопших проникают в Аидὅσοις τὸ ζῆν διὰ κακουργημάτων ἠλάθῃ, ἄγονται πρὸς Ἐρινύων ἐπ΄ Ἔ. καὴ Χάος διὰ Ταρτάρου Plat. — те, жизнь которых прошла в злодеяниях, уводятся Эриниями в Эреб и Хаос через Тартар
-
6 ζοφερος
31) темный, мрачный(Χάος Hes.; νέφος, θάλαττα Arst.; ἀήρ Luc.; Ἅιδης Plut.)
2) мрачный, скорбный, тяжелый(φροντίδες Anth.)
-
7 νυχιος
31) ночной(ὄνειροι Eur.; φθέγματα Soph.; ν. ἢ καθ΄ ἡμέραν Eur.)
ν. ἦλθε Aesch. — он явился в ночное время;ἐκτέταται ν. Soph. — он вытянулся (словно) объятый ночным сном2) мрачный, темный(ἅλς Eur.; χάος Arph.)
ὑπὸ μέλαθρα νύχια Eur. — под мрачные своды (подземного царства) -
8 ορφνη
См. также в других словарях:
Χάος — chaos nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χάος — chaos neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χάος — Είναι η αντίληψη για τα πρωταρχικά στοιχεία, που υπήρχαν πριν από τη δημιουργία του κόσμου. Για τους Βαβυλώνιους, τους Αιγύπτιους, τους Φοίνικες, και τους Εβραίους, το πρωταρχικό στοιχείο είναι το νερό. Πραγματικά, σύμφωνα με την Αγία Γραφή… … Dictionary of Greek
χάος — το ους 1. το άπειρο διάστημα. 2. μεγάλο βάραθρο, άβυσσος. 3. σύγχυση, αταξία: Χάος επικρατεί στους αντιπάλους μας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
χαός — χάιος genuine masc/fem nom sg χαός genuine masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χαός — Είναι η αντίληψη για τα πρωταρχικά στοιχεία, που υπήρχαν πριν από τη δημιουργία του κόσμου. Για τους Βαβυλώνιους, τους Αιγύπτιους, τους Φοίνικες, και τους Εβραίους, το πρωταρχικό στοιχείο είναι το νερό. Πραγματικά, σύμφωνα με την Αγία Γραφή… … Dictionary of Greek
χάει — χάος chaos neut nom/voc/acc dual (attic epic) χάεϊ , χάος chaos neut dat sg (epic ionic) χάος chaos neut dat sg χάω pres ind mp 2nd sg (epic) χάω pres ind act 3rd sg (epic) χάζομαι cause to retire fut ind mp 2nd sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χάη — χάος chaos neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) χάος chaos neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Хаос — (Χάος) у древних греков космогоническое понятие зияющего (от χάσκειν зиять) пространства, существовавшего раньше мироздания: материальным содержанием его были туман и мрак. По учению орфиков, X. и Эфир возникли из безначального времени, причем… … Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона
χάεος — χάος chaos neut gen sg (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Χάοσι — Χάος chaos dat pl Χάων masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)